Τετάρτη 2 Σεπτεμβρίου 2009

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ «ΠΡΩΙΝΗ» - 12/08/09 (part 1/2)

Βάλαμε το Δημοσθένη Mπρούσαλη στο εδώλιο

Ο «εθνικός μακετίστας» απολογείται

στη Βούλα Θασίτου Δεληγιάννη


Η πρώτη μου επαφή με το φερόμενο ως «εθνικό μακετίστα» έγινε γύρω στις 20 Μαΐου, μ’ ένα «αδέσποτο» μήνυμα που έλαβα στο facebook. Φυσικά μέχρι τότε κάτι είχε πάρει το αυτί μου για έναν «ακατονόμαστο» κύριο που επέμενε να διχάζει την τοπική κοινωνία και να ...προκαλεί τα πλήθη με τη θρασύτατη συμπεριφορά του. Πριν του απαντήσω όπως ακριβώς του άξιζε, φρόντισα να ερευνήσω μέσω ίντερνετ το «ποινικό του μητρώο» κι έτσι σιγουρεύτηκα πως του έπρεπε η σκληρότερη των τιμωριών.

 

Η πρώτη μας κατ’ ιδίαν γνωριμία έγινε επί αθηναϊκού εδάφους στις αρχές του περασμένου Ιούνη, όταν προχώρησα στο απονενοημένο διάβημα να παραστώ στον ΙΑΝΟ, για την παρουσίαση του 52ου Φεστιβάλ Φιλίππων – Καβάλας. Όπως πλέον γνωρίζουν και οι πέτρες, ο Δημοσθένης κρύβεται πίσω από το δημιουργικό κομμάτι του θεσμού.

 

Το χειρότερο ατόπημα όλων είναι πως στο μεσοδιάστημα διατηρήσαμε την επαφή μας κι έτσι σταδιακά είχα την ευκαιρία να ανακαλύψω, ότι όλες οι κατηγορίες που του απευθύνουν είναι αληθείς! Περίμενα λοιπόν διακαώς τη στιγμή που θα τολμούσε να επιστρέψει για διακοπές στη γενέτειρα με την πενταμελή οικογένειά του, προκειμένου να του τα πω χύμα και τσουβαλάτα. Πάνω απ’ όλα να τον καθίσω στο εδώλιο του κατηγορουμένου και ν’ απαιτήσω απαντήσεις σε πολλά ενοχλητικά ερωτήματα.

 

Διανύουμε λοιπόν τη δεύτερη εβδομάδα των διακοπών του Δημοσθένη και το μεσημέρι της Δευτέρας τον απέσπασα από την οικογενειακή θαλπωρή, το ξενάγησα στη βεράντα του ανακαινισμένου ξενοδοχείου LUCY, όπου με απίστευτη σκληρότητα εκ μέρους μου και απίστευτη ειλικρίνεια εκ μέρους του, πραγματοποιήθηκε η ακόλουθη συζήτηση.

 


ΕΡ: Κατηγορούμενε απολογήσου. Κατηγορείσαι ότι ζεις κι εργάζεσαι στην Αθήνα, είσαι παιδικός φίλος με το Δήμαρχο Καβάλας κι επιμένεις να τρως το ψωμάκι από το στόμα των γραφιστών της γενέτειράς σου. Τι έχεις να πεις προς υπεράσπιση σου;

 

ΑΠ: Αποδέχομαι όλες τις κατηγορίες και δηλώνω ένοχος (γέλια). Το ότι ζω στην Αθήνα είναι αδιαμφισβήτητο. Όπως και το ότι η σχέση μου με το Δήμαρχο ήταν φιλική, ωστόσο έγινε στενότερη από τις δημοτικές εκλογές κι έπειτα.

 

Αναφορικά με το ...ψωμάκι που τρώω, διευκρινίζω ότι επιλέγονται να γίνονται από την ομάδα μου και εμένα μόνο κάποια πράγματα στρατηγικής σημασίας για την Καβάλα. Που επιβάλλουν μια προσέγγιση και μια εμπειρία βαθύτερη των συναδέλφων της πόλης. Μελετούμε θέματα που ξεπερνούν σε ένταση τα όρια της πόλης.

 

Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για το Φεστιβάλ Φιλίππων που είναι άκρως σημαντικό γεγονός, ένας μοχλός ανάπτυξης της πόλης. Επομένως χρήζει της καλύτερης δυνατής αντιμετώπισης σε επίπεδο επικοινωνίας, αλλά και σε καλλιτεχνικής διεύθυνσης.

 

Αυτονόητο καθήκον κάθε δημοτικής αρχής είναι να βοηθήσει την τοπική κοινωνία, και πράγματι αυτό συμβαίνει όταν ένας τομέας καλύπτεται επαρκώς τοπικά. Η πόλη πρέπει ν’ ανατρέχει πρώτα στις τοπικές πηγές αλλά δε θα πρέπει να περιορίζει εκεί τις επιλογές της προκειμένου να τραβήξει μπροστά.

 

Αν όσα αναζητά δε βρίσκονται στην Καβάλα, τότε θα πρέπει ν’ αναζητηθούν στη Θεσσαλονίκη, στην Αθήνα, ή ακόμη και στο εξωτερικό. Διαφορετικά θα επικρατεί συνεχώς μια εσωστρεφής κατάσταση, θα συνεχίζεται η ομφαλοσκόπηση και το έδαφος διαρκώς θα χάνεται. Αυτό όμως μάλλον δεν είναι πολύ έξυπνο.

 

Ενδεικτικό της εσωστρέφειας αυτής είναι το γεγονός ότι ο καταξιωμένος καβαλιώτης φωτογράφος Στράτος Καλαφάτης, πρώτη φορά κλήθηκε να φωτογραφίσει ένα θέμα για την πόλη του, αν κι έχει φωτογραφήσει σε όλα τα σημεία του ορίζοντα.  

 

 

ΕΡ: Γιατί φέτος επικράτησε τόσος διχασμός και τόση γκρίνια κι όλος αυτός ο θόρυβος τελικά ωφέλησε το 52οΦΦΚ;

 

ΑΠ: Επιτέλους το φεστιβάλ φέτος άρχισε να παίρνει τη μορφή που θα έπρεπε εδώ και τόσα χρόνια. Τα εύσημα ανήκουν κυρίως στον Κωστή Σιμιτσή για την πολιτική απόφαση του και στον Θοδωρή Γκόνη για καλλιτεχνικό σχεδιασμό και το όραμά του. Εγώ απλά κλήθηκα για να οπτικοποιήσω επικοινωνιακά αυτό που οι δυο τους συμφώνησαν πως θα έπρεπε να είναι το φεστιβάλ.

 

Ο Γκόνης είναι επιλογή Σιμιτσή, που τελικά πιστώνεται τα θετικά και τ’ αρνητικά της απόφασής του. Φυσικά όπως συνηθίζει να υποστηρίζει ο ίδιος ο Θοδωρής, το φεστιβάλ δεν ανήκει σε κανέναν, είναι της Καβάλας και πρέπει να ξεπερνά κατά πολύ τα τοπικά όρια.  Κάποιοι ήταν πριν το Γκόνη και το Σιμιτσή και κάποιοι θα έρθουν μετά από αυτούς. Ο θεσμός διανύει αισίως το 52ο έτος ύπαρξής του και κουβαλάει από μόνος του τη δική του ιστορία.

 

Όμως, για να έχει μια διοργάνωση το δικαίωμα να φέρει τη βαρύτητα της έννοιας Φεστιβάλ οφείλει να κάνει τις δικές της παραγωγές. Όταν απλά παρουσιάζει μια λιγότερο ή περισσότερο άρτια συλλογή παραστάσεων από αυτές που κυκλοφορούν στη θεατρική πιάτσα κάθε χρόνο, δύσκολα μπορεί να χαρακτηρισθεί φεστιβάλ.

 

 Ένας ακόμα στόχος της φετινής προσπάθειας, είναι για να δικαιολογηθεί επιτέλους η περιβόητη άποψη ότι διαθέτουμε το δεύτερο μεγαλύτερο φεστιβάλ της χώρας, μετά από εκείνο της Επιδαύρου. Όμως, δεν είναι θέμα μεγέθους, είναι θέμα σημαντικότητας. Κι αν δεν τολμήσουμε, αν δε ρισκάρουμε, αν δεν αναλάβουμε φρέσκιες πρωτοβουλίες που, στη συνέχεια, θα τις παρουσιάσουμε και σε άλλες πόλεις, τότε δε θα κερδίσουμε την πρόκληση της σημαντικότητας.

 

Άλλη καινοτομία είναι ότι φέτος ο θεσμός βγαίνει από τον παραδοσιακό χώρο του, το αρχαίο θέατρο των Φιλίππων, που βέβαια συνεχίζει ν’ αποτελεί το λίκνο της γενικής προσπάθειας. Μέσα από αυτή τη διεύρυνση της διοργάνωσης η ίδια η πόλη εμπλουτίζεται σε νέους χώρους, κάποιοι από τους οποίους θ’ αποτελέσουν και μελλοντικές εκπλήξεις. Ο άλλος σημαντικός φετινός άξονας της φετινής διοργάνωσης είναι τα πρόσωπα, που είτε είναι καβαλιώτες είτε σχετίζονται πνευματικά με την πόλη.

 

Η διαφορετικότητα που σημειώνεται φέτος επισύρει θετικές ή αρνητικές κριτικές και μας «ξεβολεύει» από όσα ξέραμε εδώ και χρόνια. Θέλω να ελπίζω ότι στο τέλος της προσπάθειας, η σούμα θα είναι θετική κι ότι η κοινωνία θα επικροτήσει. Πάντως μέχρι στιγμής, σε πολλές περιπτώσεις η ανταπόκριση του κόσμου ξεπέρασε κατά πολύ τ’ αναμενόμενα. Ευελπιστώ ότι την επόμενη χρονιά κάποιες πρωτοβουλίες θα βγουν κι εκτός καβαλιώτικων ορίων.

 

 

ΕΡ: Ο φετινός θόρυβος έφτασε στ’ αυτιά της Αθήνας;

 

ΑΠ: Αποτέλεσμα όλης αυτής της δυναμικής που αναπτύχθηκε φέτος, ήταν ν’ ακουστεί το φεστιβάλ πολλαπλάσια, από τα μέσα ενημέρωσης εκτός πόλεως, συγκριτικά με άλλες χρονιές. Αν αποτιμούσαμε σε χρήμα την σημαντική αυτή δημοσιότητα και καλούμασταν να την αγοράσουμε, θα οδηγούμασταν σε ένα νούμερο που καθρεφτίζει την φετινή εξωστρέφεια. Απλά, ίσως θα έπρεπε να δαπανήσουμε περισσότερα από τον προϋπολογισμό του ίδιου του φεστιβάλ!

 

Παραδοσιακά μέσα της πρωτεύουσας που δεν ασχολούνται με τα τεκταινόμενα της επαρχίας, φέτος ενδιαφέρθηκαν για το φετιβάλ μας. Το σπάσιμο του εμπάργκο είναι εξαιρετικά δύσκολο ή ακόμη κι αδύνατο. Όμως φέτος το πετύχαμε διότι τα μέσα διαπίστωσαν πως επιτέλους κάτι ενδιαφέρον συμβαίνει στην Καβάλα.

 

Τώρα, το πώς τα μέσα της Καβάλας εκλαμβάνουν και ερμηνεύουν το συγκεκριμένο αποτέλεσμα, σηκώνει πολύ συζήτηση. Ενώ θα έπρεπε να γίνεται δεκτό με πανηγυρισμούς, αντιμετωπίστηκε με μία στάση που συχνά ξεπέρασε τα όρια της κριτικής και κατάντησε μικροπρέπεια. 


ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ «ΠΡΩΙΝΗ» - 12/08/09 (part 2/2)

ΕΡ: Αν φέτος ο Δήμαρχος σου ζητούσε να αναλάβεις το δημιουργικό του φεστιβάλ, υπογραμμίζοντας ότι τα οικονομικά είναι τόσο στενά, ώστε δε θα μπορούσε να σε πληρώσει στο ακέραιο τη δουλειά σου, θα το αναλάμβανες;

 

ΑΠ: Μα αυτό ακριβώς ισχύει φέτος, όπως ίσχυσε και πέρσι και πρόπερσι. Ίσως τα ορατά νούμερα να δείχνουν μεγάλα για τα δεδομένα της πόλης. Αν όμως τα συγκρίνει κανείς με τις αμοιβές άλλων συναδέλφων, ή τα έξοδα άλλων διαδεδομένων θεσμών και φεστιβάλ, διαπιστώνει απλά ότι τελικά είναι μάλλον χαμηλά. Θα μπορούσαμε να τα χαρακτηρίσουμε απολύτως φυσιολογικά.

 

Για το γραφείο μας η δουλειά του φεστιβάλ δε θα μπορούσε να θεωρηθεί ως απολύτως επικερδής. Αυτό φυσικά δε σημαίνει ότι είμαστε κακοπληρωμένοι, ότι μπαίνουμε μέσα, ή ότι ...παρέχουμε χορηγία! Ας πούμε ότι πληρωνόμαστε επαρκώς, έστω κι αν ορισμένοι στην Καβάλα ίσως και να υποστηρίζουν πως πληρωνόμαστε σκανδαλωδώς.

 

Τελικά, κάθε δουλειά σχετίζεται με το αποτέλεσμα που καταφέρνει. Το ΦΦΚ πρέπει να αναζητήσει επαγγελματικές συνεργασίες αντίστοιχες με τις φιλοδοξίες του. Είναι ενδεικτικό ότι ακούστηκαν απίστευτα πράγματα και για την αμοιβή του Γκόνη που ουσιαστικά είναι συμβολική.

 

Στο τέλος του φεστιβάλ θα μπούνε όλα σε μία «κατσαρόλα» και θα κριθεί το κόστος της διοργάνωσης, η δική μου αμοιβή, όπως και η αμοιβή του Θοδωρή. Αν το άθροισμα αποδειχθεί αρνητικό, τότε κάθε κριτική δεκτή. Αν όμως προκύψει θετικό, θα ήθελα (αν και δεν το περιμένω) να έχουν κάποιοι την παλικαριά και να το παραδεχτούν. Πάντως, αν ορισμένοι δε νιώθουν καμμία διάθεση αυτοκριτικής, αυτό είναι δικό τους πρόβλημα.  

 

 

ΕΡ: Μπορεί το έντυπο πρόγραμμα και η φυσαρμόνικα να σχολιάστηκαν θετικά, ωστόσο τα μπάνερ δέχθηκαν σκληρή κριτική. Υπήρχαν λάθη;

 

ΑΠ: Ειπώθηκαν πολλά, όπως πχ ότι τα μπάνερ δεν αποτυπώνουν την Καβάλα.  Αλλοίμονο, άν οτιδήποτε φτιάχνεται για την πόλη θα πρέπει να φέρει οπωσδήποτε τα τοπόσημά της, το Κάστρο και τις Καμάρες! Όμως, Καβάλα είναι και χιλιάδες άλλα πράγματα, εκτός από αυτά τα σημαντικότατα μνημεία που είναι δικά μας, δε θα φύγουν και δε θα μας τα πάρει κανείς. Από μόνος του ο τίτλος «Φεστιβάλ Φιλίππων – Καβάλας» είναι επαρκή ένδειξη εντοπιότητας.

 

Τα μπάνερ σχεδιάσθηκαν για να είναι «δίδυμα». Το κεντρικό-αφίσα του φεστιβάλ παραμένει σταθερό και περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία, ενώ δίπλα εναλλάσσεται μια άλλη σειρά με τα νέα κομμάτια του θεσμού, δηλαδή τους χώρους  και τα πρόσωπα.

 

Θεωρήσαμε ότι εντός της Καβάλας θα έπρεπε να αυτά που είναι καινούργιες προτάσεις του Φεστιβάλ, καθώς το βασικό κομμάτι του αρχαίου θεάτρου έχει αυτονόητα μικρότερες ανάγκες προβολής, αφού καταμετρά μια διαδρομή 52 χρόνων.  Η προσέλευση του κοινού στις εκδηλώσεις εντός πόλης, αποδεικνύει ότι μάλλον ορθώς προβλήθηκε το συγκεκριμένο τμήμα της διοργάνωσης.

 

Κάτι άλλο που σχολιάστηκε ήταν το πόσο ευανάγνωστα ήταν τα μπάνερ. Στόχος τους όμως δεν ήταν να πληροφορήσουν σε βάθος, αλλά να κάνουν εντύπωση και να ευαισθητοποιήσουν τον θεατή, προκειμένου ν’ ανατρέξει στις υπόλοιπες πηγές πληροφόρησης. Η πόλη στολίστηκε, τα μπάνερ προσέλκυσαν την προσοχή, αλλά η βασική πληροφορία που δίνεται είναι «Φεστιβάλ».

 

Θα ήταν ηλίθιο αν αποσκοπούσαμε στην προσέλκυση της προσοχής των οδηγών, αφού αυτό θα θεωρούνταν ανήκουστο κι επιπλέον απαγορεύεται αυστηρά από το νόμο. Σκεφτείτε εάν τα μπάνερ ήταν τόσο ενδιαφέροντα, ώστε να προκαλούσανε ατυχήματα (γέλια).     

 

 

ΕΡ: Υπήρξαν κριτικές που ειπώθηκαν και ίσως σε πλήγωσαν;

 

ΑΠ: Πριν από όλα είμαι επαγγελματίας και, όπως όλοι, κρίνομαι εκ του τελικού αποτελέσματος. Αν αυτό είναι κακό, καλώς ακούω όσα μου προσάπτουν. Ο καθένας μας είναι υπεύθυνος για τα λεγόμενά του. Άλλωστε τελικά και ο κριτής κρίνεται.

 

Για μένα, η έννοια της κριτικής είναι καθημερινή διαδικασία για οτιδήποτε κάνω στην επαγγελματική μου καριέρα. Για να έχω φτάσει έπειτα από 25 χρόνια στο σημερινό σημείο και για να έχω τη χαρά να είμαι επικεφαλής μιας 10μελούς ομάδας, που έχει πελάτες της κάποια από τα μεγαλύτερα ονόματα της χώρας, μάλλον κάτι κάνουμε σωστά.

 

Η επικοινωνία εκθέτει μια ιδέα στο κοινό. Το πόσο ορθά γίνεται αυτό εξαρτάται άμεσα  από την άποψη του κόσμου και το πόσοι αποφασίζουν να υιοθετήσουν την ιδέα, το προϊόν, τη διοργάνωση.

 

Μοιραία λοιπόν όλοι έχουν άποψη για τη δουλειά μας και οφείλουμε να συμβιβαζόμαστε μ’ αυτό. Είμαστε υποχρεωμένοι να αναζητήσουμε την επίγευση, θετική ή αρνητική, προκειμένου να κεφαλοποιήσουμε ή να διορθώσουμε το αποτέλεσμα της δουλειάς μας. Δηλαδή , εξ ορισμού δεχόμαστε την κριτική. Τώρα, είναι άλλη συζήτηση το αν απαντούμε σ’ αυτή. Συνήθως δεν έχει νόημα να απαντήσει κανείς.

 

Φροντίζουμε να κάνουμε τη δουλειά μας όσο καλύτερα μπορούμε κι ελπίζουμε ότι θα γίνει αντιληπτή θετικά. Φέτος, αν και δε έλειψαν οι αντίθετες κορωνίδες, φαίνεται πως κάτι καλό κάναμε. Εξάλλου, αν δε γινόταν κάτι ουσιαστικό, δε θα ξεσήκωνε και τόσο μεγάλη συζήτηση.

 

Απλά θυμίζω ξανά ότι ουδείς είναι υπεράνω κριτικής, ούτε καν ο ίδιος ο κριτής.

 

 

 

ΕΡ: Γιατί όποιος σε γνωρίζει από κοντά αναρωτιέται εάν πράγματι εσύ είσαι ο «εθνικός μακετίστας»;

 

ΑΠ: Καταρχήν να ευχαριστήσω τον εμπνευστή του τίτλου αυτού που με τιμά ιδιαίτερα. Μετά από όσους τίτλους έτυχε να φέρω στη διάρκεια της καριέρας μου, αυτός είναι ίσως ο πλέον τιμητικός, καθώς προέρχεται από την πόλη μου. Αφήστε που αν έπρεπε να καταβάλω το αντίτιμο τόσης προβολής, θα αναγκαζόμουν να πληρώσω πολλά (γέλια). 

 

Αποδέχομαι λοιπόν τον τίτλο και μάλιστα σκέφτηκα να τυπώσω ακόμη και κάρτες όπου θα τον περιελάμβανα. Τελικά δεν το έπραξα γιατί δε γνώριζα πως θα εκλαμβάνονταν το χιούμορ (γέλια).

 

Πολλές φορές η εμπλοκή με σημαντικά πράγματα, έχει αντίκτυπο και στο πρόσωπο. Εγώ δεν είμαι τίποτε περισσότερο από τη δουλειά που κάνω. Δε διεκδικώ κάτι άλλο, δε φιλοδοξώ να είμαι κάτι παραπάνω. Ανδριάντας γραφίστα δεν υπάρχει πουθενά στον κόσμο. Είμαστε κλασικές περιπτώσεις εργαζομένων στον τομέα της επικοινωνίας. Είμαστε τόσο καλοί, όσο εύστοχοι αποδειχθήκαμε στην τελευταία μελέτη μας. Αρκεί μια κακή στιγμή για να χάσουμε κεκτημένα ετών.

 

Η συμβολή μας εξαντλείται στο να υπηρετούμε το σκοπό που μας εμπιστεύονται κάθε φορά. Ως προσωπικότητες μάλιστα, επιλέγουμε να μη υπογράφουμε καν κάποιες δουλειές μας. Όμως, αυτή η υπηρέτηση του σκοπού δε θα έπρεπε να έχει την οποιαδήποτε προσωπική αντανάκλαση.

 

 

ΕΡ: Περνάς καλά στην Καβάλα;

 

ΑΠ: Όπως πάντα, καταπληκτικά! Η Καβάλα είναι η πόλη μου, το «χωριό» μου όπως την αποκαλώ όταν βρίσκομαι στην Αθήνα. Συνειδητά, δεν έκοψα ποτέ τους δεσμούς μου με την πόλη. Αν και κάποιοι ισχυρίζονται το αντίθετο, δεν ...προσγειώθηκα σήμερα στην Καβάλα, αλλά πριν από 47 χρόνια με ευθύνη των γονιών μου (γέλια).

 

Οι σχέσεις μου με την πόλη, με συγγενείς και φίλους παραμένουν δυνατές. Μάλιστα, από το 2006 και μετά εξαιτίας του Κωστή Σιμιτσή, είχα την ευκαιρία να φρεσκάρω και να εμπλουτίσω τις επαφές μου με τους ανθρώπους της πόλης μου και φροντίζω να τις διατηρώ. Έγινα κατά αρκετούς φίλους πλουσιότερος, κάτι για το οποίο χαίρομαι ιδιαίτερα.

 

Στην Καβάλα όμως περνούν πολύ καλά και τα παιδιά μου. Είναι πολύ περήφανα για την καβαλιώτικη καταγωγή τους, στοιχείο που καλλιεργούμε από κοινού με τη σύζυγό μου, που έζησε εδώ όλα τα παιδικά και τα εφηβικά της χρόνια. Θέλουμε να αισθάνονται τα παιδιά μας ότι έχουν κάπου ρίζες.

 

Στην πρωτεύουσα, όλοι λίγο – πολύ είμαστε «οικονομικοί μετανάστες», το ίδιο κι εγώ. Μπορεί να ζω και να εργάζομαι στην Αθήνα, ποτέ όμως δεν έπαψα να είμαι και να νοιώθω καβαλιώτης.