Διαβάζω από το πρωί και με εντυπωσιάζουν τα απαράδεκτα σχόλια για την ασθένεια και την αδυναμία του Αντώνη Σαμαρά που τον ανάγκασε να διακόψει την ομιλία στο συνέδριο του κόμματός του. Είναι δυνατόν να χαίρονται τόσοι Έλληνες για την αρρώστια κάποιου συνανθρώπου τους;
Να θεωρούν δικαίωμά τους, ίσως και υποχρέωση,
να κάνουν άλλο ένα βλακώδες, κακεντρεχές χοντροκομμένο καλαμπούρι για να
δείξουν τα δόντια τους μπροστά σε μια δύσκολη στιγμή κάποιου άλλου; Τόσο μίσος;
Τόση αγένεια;
Και μετά αναρωτιόμαστε γιατί πληθαίνουν οι τάξεις του κόμματος που πρεσβεύει το μίσος και την βία. Που μάχεται το διαφορετικό, την δημοκρατία την ίδια. Διότι για άλλη μια φορά επιλέγουμε αυτό που μας μοιάζει, που λέει πράγματα που σκεφτόμαστε. Που δεν τολμούσαμε να πούμε μόνοι μας.
Και μετά αναρωτιόμαστε γιατί πληθαίνουν οι τάξεις του κόμματος που πρεσβεύει το μίσος και την βία. Που μάχεται το διαφορετικό, την δημοκρατία την ίδια. Διότι για άλλη μια φορά επιλέγουμε αυτό που μας μοιάζει, που λέει πράγματα που σκεφτόμαστε. Που δεν τολμούσαμε να πούμε μόνοι μας.
Στέκομαι κάθε μέρα, σχεδόν μαζοχιστικά, στο
περίπτερο και διαβάζω τίτλους εφημερίδων: «Κούφιες ελπίδες ο αγωγός». «Φούσκα ο
προβλήτας της Cosco». «Δεν ισχύει το success story του ελληνικού τουρισμού».
«Χαμένος κόπος οι προσπάθειες για εξαγωγές ελληνικών προϊόντων». Τι άθλιο εμπόριο
μιζέριας και κατάθλιψης!
Ποιός είπε στους ηλίθιους καλοταϊσμένους
πολυθεσίτες κονδυλοφόρους, ότι το κακό πουλάει; Ποιός τους διατάζει να κλείνουν
ερμητικά κάθε μικρή χαραμάδα ελπίδας που πάει να ανοίξει; Γιατί αισθάνονται την
ανάγκη να καταστρέφουν ό,τι άλλοι δημιουργούν; Από ζήλεια που οι ίδιοι δεν
έμαθαν καν ελληνικά; Από επαγγελματικό ή από κομματικό καθήκον προς αυτούς που
τους συντηρούν στα κρατικά και ιδιωτικά payrolls;
Και βέβαια, είναι σίγουρο πως όλα αυτά τα
λιβελογραφήματα του χάους, κάποιοι τα διαβάζουν, τα διαδίδουν, τα ασπάζονται.
Και τα κάνουν κομμάτι της καθημερινής κουβέντας τους, της σκέψης τους, της
πρακτικής τους.
Δεν καταλαβαίνω την χώρα μου και κυρίως, δεν
καταλαβαίνω εμάς τους ίδιους. Πάντα έτσι είμασταν; Πότε σάπισε τόσο πολύ μέχρι
την ρίζα το γύρω μου; Τόσο απασχολημένος ήμουν με όσα κάνω εγώ και οι λίγοι
φοβάμαι, άλλοι, σαν εμένα; Κοιτώντας να δημιουργήσω, να βελτιωθώ, να δουλέψω,
να έχω μυαλό και βλέμμα καθαρό; Πώς δεν το κατάλαβα;
Συγχωρήστε με, δεν λέω ότι είμαι καλύτερος από
κανέναν. Ούτε ότι εγώ είμαι ο καλός και οι άλλοι οι προβληματικοί. Μακρυά από μένα.
Δεν θεωρώ ότι κάνω κάτι ιδιαίτερο, πράττω το
αυτονόητο. Το ανθρώπινο. Το ελληνικό. Ούτε δάφνες διεκδικώ, ούτε βραβεία. Μια
ανάσα διεκδικώ, μία ηλιακτίδα ελληνικού ήλιου, ένα χαμόγελο από τον διπλανό.
Τι κρίμα! Ειλικρινά αναρωτιέμαι ολοένα και
συχνότερα τελευταία, όχι πια αν θα σωθούμε, αλλά αν αξίζουμε την σωτηρία και αν
πρέπει να μας σώσει κάποιος.
Γιατί μονάχοι μας δεν μπορούμε, αυτό είναι πλέον ολοφάνερο.
Γιατί μονάχοι μας δεν μπορούμε, αυτό είναι πλέον ολοφάνερο.