Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2010

H αβάσταχτη έλλειψη της κοινής λογικής

Πλησιάζω τα 50 και ακόμη με εντυπωσιάζει η απόσταση που κρατάμε από την κοινή λογική σε πολλές καθημερινές μας ενέργειες. Σαν χώρα, σαν κράτος, σαν λαός, σαν μεμονωμένοι πολίτες. Κι’ ομολογώ ότι πιάνω τον εαυτό μου να θυμώνει πολύ μ’αυτό, ιδιαίτερα τελευταία.

Η Ελλάδα που βιώνω είναι μία χώρα 2 ταχυτήτων. Μίας όσων προσπαθούν, δημιουργούν και κουράζονται τουλάχιστον όσο και οι άλλοι αντίστοιχοι ευρωπαίοι, απολαμβάνοντας λιγότερα έσοδα που κερδίζουν δυσκολότερα. Και μίας άλλης ταχύτητας, όσων ζουν από τους πρώτους και σε βάρος τους. Κρατώντας την χώρα όμηρο.

Νομίζω πια πως για όσα περνάμε, φταίμε κυρίως εμείς και η νοοτροπία μας. Και όσα ανεχόμαστε θεωρώντας τα πλέον, περίπου φυσιολογικά. Αυτό μάλλον πρέπει να αλλάξει καθώς δεν γίνεται (και δεν θα μας άρεσε) να έχουμε έναν εφοριακό και έναν αστυνομικό δίπλα μας ο καθένας για να κάνουμε τα αυτονόητα.

Μου φαίνεται ότι η πατρίδα μου, εκτός από κοιτίδα του πολιτισμού και της δημοκρατίας, είναι και χώρα του υπαρκτού σουρεαλισμού. Με καθημερινά δείγματα απίστευτων πράξεων σε όλα τα επίπεδα. Αναρωτιέμαι όπως όλοι:

Δικαιούται ο μεγαλογιατρός που δεν δίνει απόδειξη και δηλώνει 1.000 ευρώ μηνιαίο εισόδημα, να διαμαρτύρεται για την κατάσταση των δρόμων όταν πάει βόλτα με την Μερσεντές;

Γιατί δεχόμαστε να πάρουμε κάτι χωρίς απόδειξη φτηνότερα κερδίζοντας φαινομενικά σήμερα και δεν καταλαβαίνουμε ότι όσα γλυτώσαμε θα τα πληρώσουμε σε έκτακτους φόρους πολλαπλάσια;

Γιατί είναι λογικό το ελληνικό δημόσιο να μην γνωρίζει πόσους υπαλλήλους απασχολεί και να πρέπει να εργαστεί 3 μήνες για να το βρεί; Πώς πληρώνει μισθούς; Και γιατί δεν χάνει κανείς τη θέση του για αυτό;

Γιατί οι υπάλληλοι της Βουλής πέρνουν 16 (!) μισθούς, οι δύο μάλιστα από τους οποίους είναι σχεδόν αφορολόγητοι; Και γιατί κανένας συνδικαλιστής δεν το έχει καταγείλλει μέχρι τώρα, ώστε να ακούγεται αξιόπιστος όταν διαριγνύει τα ιμάτιά του για τα κεκτημένα των δημοσίων υπαλλήλων;

Γιατί είναι λογικό άνθρωποι με ίδια θέση, προσόντα και ευθύνες να αμοίβονται διαφορετικά ενώ εργάζονται στο ίδιο ελληνικό κράτος;

Γιατί όσοι αποφοιτούν από κάποιες σχολές όπως πχ οι μαθηματικοί, οι φυσικοί και οι φιλόλογοι, θεωρούνται αυτομάτως μετά την ορκομωσία τους “αδιόριστοι καθηγητές”; Ποιός τους το διασφάλισε πριν δώσουν πανελλήνιες;

Γιατί έχουμε ένα φορολογικό σύστημα τόσο πολύπλοκο που πρακτικά καμμία επιχείρηση δεν είναι εντάξει, όσο οργανωμένο λογιστήριο και αν διαθέτει; Γιατί να ζεί ο καθένας που επιχειρεί με τον μόνιμο φόβο του ελέγχου; Ποιούς εξυπηρετεί το ότι η εφορία σε αντιμετωπίζει καταρχήν σαν φοροφυγά;

Ως πότε η κριτική κάθε πολίτη προς κάποιον αιρετό θα αντιμετωπίζεται ώς μένος και μίσος, ως υποβολή. ώς υστεροβουλία, ως προβοκάτσια, ως ιδιοτέλεια, ώς κακοήθεια, ώς πολιτική αλητεία, ώς καθ’υπαγόρευση και δεν ξέρω τι άλλο άρρωστο; Kαι πάντως όχι σαν …κριτική; Kαι γιατί χρειάζεται ο πολίτης δήλωση νοιμοφροσύνης, αντίγραφο ποινικού μητρώου και Ε1 για να έχει το δικαίωμα του ελέγχου;

Πώς γίνεται ο κλητήρας στο νοσοκομείο να είναι στα βαρέα και ανθυγιεινά, και οι νοσηλευτές ακόμη να το διεκδικούν;

Γιατί οι τράπεζες κινούνται να πάρουν το σπίτι του άνεργου για 2.000 ευρώ, και δεν κάνουμε κάτι για αυτό;

Γιατί τα ίδια προϊόντα πουλιούνται στην Ελλάδα 30% πιο ακριβά από ότι σε άλλες χώρες και το ανεχόμαστε; Μήπως γιατί οι εταιρίες απλά μπορούν;

Πόσο θύματα είναι τελικά όσοι, αφού περάσαν από πολιτικά γραφεία για να μπουν στο δημόσιο με stage, στη συνέχεια συνομολόγισαν με ένα κράτος – απατεώνα την εις γνώση τους παράνομη διαιώνιση των 16μηνων συμβάσεων τους για 5 – 6 χρόνια; Στερώντας από κάποιους άλλους την αντίστοιχη ευκαιρία;

Πώς γίνεται να βγαίνει κάποιος στην σύνταξη στα 45, αφού αναμένεται να ζήσει 2 φορές παραπάνω από όσο εργάστηκε; Ποιος θα πληρώσει για την σύνταξή του;

Γιατί το κράτος αντί να βοηθάει, αντιστρατεύεται σε κάθε έννοια επιχειρείν και επένδυσης; Ως πότε θα κλαίμε για χαμένες ευκαιρίες:

Πόσο μπροστά πάει μία κοινωνία που ονειρεύεται για τα παιδιά της μία θέση δημοσίου υπαλλήλου για να τα …εξασφαλίσει; Aπαιτώντας χωρίς να παράγει;

Ως πότε θα είναι αποδεκτό να παρκάρουμε όπου θέλουμε, να πετάμε τα σκουπίδια από τον τρίτο, να ρίχνουμε το χαρτάκι δίπλα στο κάδο;

Δυστυχώς τα ερωτήματα θα μπορούσαν να συνεχίζονται για πολλές σελίδες.

Διαισθάνομαι ότι η μόνη πραγματική αλλαγή που μπορούμε να περιμένουμε, είναι αυτή που κάνουμε εμείς οι ίδιοι. Αποφασίζοντας να αλλάξουμε συνήθειες, νοοτροπία και συμπεριφορά. Αποφασίζοντας να σωθούμε, σώζοντας και τη χώρα μας. Κάνοντας στην καθημερινή ζωή, στην οικογένεια και την δουλειά μας, ότι θέλουμε να μας συμβαίνει και ότι πιστεύουμε ότι αξίζουμε. Εμείς πρώτα.

Μόνο τότε θα μας πιστέψουν και οι άλλοι. Οι ευρωπαίοι, οι φίλοι μας, οι εχθροί μας, ο γείτονας. Μόνο τότε μπορούμε να ελπίζουμε σε βοήθεια και σεβασμό.

Όσο διαιωνίζεται η λογική “ συμφωνώ με τις αλλαγές και τις αναγκαίες θυσίες αρκεί να ξεκινήσουν απ’τον απέναντι, τον από πάνω, τον παραδίπλα αφήνοντας εμένα τελευταίο” δεν υπάρχει ελπίδα. Το ανέκδοτο “να ψοφίσει η κατσίκα του διπλανού” πρέπει να παραμείνει ανέκδοτο και μόνο, όχι να γίνεται τρόπος ζωής.

Η μεγάλη αλλαγή που τόσο ελπίζουμε, θα είναι το άθροισμα πολλών τέτοιων μικρών προσωπικών αλλαγών. Που θα εξαναγκάσουν τους πολιτικούς και όλους όσους μας διοικούν, να κάνουν κι’αυτοί αυτά που πρέπει. Αυτά που επιβάλλει η, τόσο σπάνια στην Ελλάδα, κοινή λογική. Αυτή που όλοι ξέρουμε και πιστεύουμε, αλλά σπάνια εφαρμόζουμε.

Μήπως είναι πια ώρα; Έχω μεγάλη ανάγκη να ελπίζω και να πιστέψω πως είναι.

Μια διευκρίνιση που ΔΕΝ οφείλω και μια υπενθύμιση δώρο!

Πιστεύω βαθειά ότι η κριτική αποτελεί όχι μόνο δικαίωμα αλλά και υποχρέωση κάθε σκεπτόμενου ενεργού πολίτη. Μαζί με το “εκλέγειν και εκλέγεσθαι”, είναι από τα λίγα όπλα ελέγχου και συμβολής μας στα κοινά. Όταν η κριτική αυτή εισακούγεται είναι εύστοχη και χρήσιμη. Όταν ενοχλεί, αποδεικνύεται πιο εύστοχη και ακόμη χρησιμότερη. Σε ότι με αφορά προσωπικά, τη δημοκρατική δράση της κριτικής δεν την συζητάω, δεν την διαπραγματεύομαι και δεν την απεμπολώ για κανένα απολύτως λόγο. Και βέβαια δεν θεωρώ ότι αποτελεί λόγο δικής μου απολογίας.

Και μία υπενθύμιση προς κάθε αιρετό που θέλει να λέγεται έξυπνος: Oυδείς ασφαλέστερος εχθρός του ευεργετηθέντος. Τους καλοθελητές και τους πάντα πρόθυμους “εθελοντές” πληροφοριοδότες, τους αναζητάμε δίπλα μας ή από πίσω μας. Πάντως, στην δική μας ομάδα. Όχι στους απέναντι που, και ορατοί είναι και έχουν το τεκμήριο του αντιπάλου μας. Πως λέμε, “Θεέ μου, φύλαγέ με από τους φίλους μου, γιατί από τους εχθρούς φυλάγομαι και μονάχος μου”; Ή “ έχω τους εχθρούς μου από κοντά και τους φίλους μου ακόμη κοντύτερα” ; Εεε, αυτό! Και καλή χρονιά!