Mια βιβλιοκριτική από έναν ερασιτέχνη αναγνώστη
Έχετε κοιμηθεί ποτέ στην Aνδριανούπολη; Άραγε, τι ιδιαίτερο έχει ο ύπνος εκεί; Tι εννοεί ο Θοδωρής Γκόνης με αυτή την αινιγματική φράση; Kαι γιατί την κάνει τίτλο του βιβλίου του;
Πρόθεση μου δεν είναι να αποκαλύψω. Ούτε να ερμηνεύσω τις λέξεις του Γκόνη. Διάθεσή μου, να προτείνω ένα τρόπο ξεκλειδώματος: Τα πυκνά, εσωτερικά κείμενα του Θοδωρή δεν διαβάζονται με τα μάτια. Ούτε με το μυαλό. Τα νοιώθεις με τις αισθήσεις. Το ένστικτο και την καρδιά.
Ο Γκόνης γράφει όπως μιλάει. Όπως σκέφτεται, τελικά. Με μικρές, νευρικές λέξεις. Που στην πρώτη ανάγνωση δείχνουν συχνά αταίριαστες. Παράταιρες. Οι συνδυασμοί τους σε ξαφνιάζουν. Σε βάζουν σε εγρήγορση. Και πρέπει να διαβάσεις όλο το κείμενο για να χαρείς την επίγευσή του. Δεν υπάρχει ανάγκη να καταλάβεις γιατί η κάθε λέξη υπάρχει. Τι εννοεί. Χρειάζεται να ανοίξεις και να δεχτείς. Και όλα μπαίνουν στην θέση τους, αρμονικά.
Ο Θοδωρής δεν εκβιάζει την σημασία και το μήνυμα με τα γραπτά του. Δεν αισθάνεται καν την ανάγκη να συμπυκνώσει το νόημα σε τίτλους. Τα κεφάλαιά του ξεχωρίζουν με αριθμούς. Αύξοντες αριθμούς. Αντιμετωπίζει φιλελεύθερα τον αναγνώστη του. Τού αποκαλύπτεται. Τον εκθέτει στο ιδιότυπο χιούμορ του. Τον ταξιδεύει.
Τον πάει μέχρι τα σύνεφα και πάνω απο αυτά. Μόνο και μόνο για να του δείξει ότι τα καλά είναι κάτω. Στο έδαφος. Εκεί από όπου ξεκίνησε.
Αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό όλων όσων κάνει ο Θοδωρής. Ονειρεύεται, πετάει, αλλά με τα πόδια στέρεα. Θεμέλια. Άγκυρες. Που δεν του απαγορεύουν να ξανοιχτεί μεσοπέλαγα. Αντίθετα. Εχει ρίζες βαθειές γι’αυτό μπορεί και τρέχει.
Συχνά ο ρυθμός στο λόγο, τα λογοπαίγνια που γίνονται ομοιοκαταληξίες για να δείξουν πόσο κοινά σημεία έχουν τα αντίθετα, δείχνουν τον στιχουργό Γκόνη. Και ακόμη και αν ο πεζός του λόγος είναι δύσκολο να μελοποιηθεί, ο ρυθμός είναι πάντα παρών. Είναι ένας εσωτερικός ρυθμός, μια πειθαρχία που γνωρίζει σαν δεύτερη φύση πια, πώς να πει όσα πρέπει να ειπωθούν με τρόπο γοητευτικό. Ιδιότροπο. Τόσο, όσο για να γίνουν ενδιαφέροντα τα λόγια. Να μην μπορείς τα προσπεράσεις. Να τα απορρίψεις, ναι. Να διαφωνίσεις. Αλλά όχι να τα αγνοήσεις.
Ο Θοδωρής είναι ένας αμετανόητος παρατηρητής. Βλέπει, δεν κοιτάει. Αφουγκράζεται, δεν ακούει. Αυτή είναι η πρώτη ύλη του. Μαζί με τις παραστάσεις και τα διαβάσματα, είναι οι κουβέντες. Ο δρόμος. Οι άνθρωποι.
Με αυτά συνθέτει τα κείμενά του. Δείχνοντας στον αναγνώστη που θα τον εμπιστευτεί, ότι μπορεί να υπάρχει και άλλη ανάγνωση σε ό,τι ζει. Οχι απαραίτητα πιο όμορφη. Ούτε πιο αισιόδοξη. Σίγουρα όμως αληθινή.
Eίναι φανερό πως δεν γράφει για την ομορφιά των λέξεων. Και ας τις διαλέγει τόσο προσεκτικά. Δεν τον αφορά η εικόνα των προτάσεών του. Οι λέξεις είναι απλά τα εργαλεία. Χρηστικά τις αντιμετωπίζει. Σαν ψηφίδες. Που από μόνες τους δεν είναι τίποτε. Είναι ευτελείς. Πετραδάκια. Δεν διεκδικούν δάφνες πολύτιμου λίθου.
Τον αφορά το τελικό μωσαϊκό. Αυτό που φτιάχνουν τα πετραδάκια όλα μαζί. Και που για να δείς την ομορφιά τους πρέπει να κρατήσεις μιαν απόσταση. Να κάνεις δυο βήματα πίσω. Να ανεβείς ένα σκαλάκι. Να μισοκλείσεις τα μάτια και δείς όλη την εικόνα.
Το βιβλίο διαβάζεται εύκολα. Μονορούφι. Αρκεί να το προσεγγίσεις με σεμνότητα, σαν ίσος προς ίσο. Χωρίς δυσπιστία. Έτοιμος.
Και είναι από αυτά που ξέρεις πως θα τα ξαναδιαβάσεις γρήγορα. Θα θελήσεις τις σελίδες του. Θα αναζητήσεις την αίσθηση της πρώτης ανάγνωσης. Και διαισθάνεσαι πως την επόμενη φορά, ίσως ανακαλύψεις και κάτι άλλο ανάμεσα στις γραμμές. Ή πίσω από αυτές.
Σπάνια έχει συμβεί να γνωρίζω προσωπικά τον συγγραφέα ενός βιβλίου που διαβάζω. Θα εκμεταλευτώ την εξαίρεση και θα πω πως το βιβλίο είναι του Θοδωρή. Είναι ο Θοδωρής. Παραμένει προσωπικό και μαζί, γενναιόδωρο. Σου χαρίζεται και σου χαρίζει. Όποιος είχε την χαρά να συζητήσει μαζί του, θα διακρίνει τα κοινά σημεία.
Αλλά μην πιστεύετε εμένα. Άλλωστε και εγώ ένας απλός αναγνώστης είμαι. Σαν και εσάς. Ένας ερασιτέχνης. Εγώ μόνο μια συμβουλή έχω: Δοκιμάστε το βιβλίο. Κοιμηθείτε το δικό σας ύπνο της Ανδριανουπόλεως.
Μόνο έτσι θα καταλάβετε την γεύση των ασπρόμαυρων μήλων του εξωφύλλου του. Και τη χρωματιστή ποίηση των σελίδων του. Πάνω και κάτω από τα σύννεφα.
ΥΓ. Επιτρέψτε μου κλείνοντας, να αναφερθώ πιο προσωπικά στο θέμα και στον συγγραφέα του. Ημουν παρόν προχτές στον Ιανό, στην παρουσίαση του βιβλίου. Σε μία σεμνή εκδήλωση, σαν τον ίδιο το Θοδωρή. Που την λάμπρυναν αυτοί που ήρθαν για να τον τιμήσουν, με τα λόγια και με τα βλέμματά τους.
Συνειδητοποίησα λοιπόν, καθισμένος σε μια άκρη της αίθουσας, παρατηρώντας με την σειρά μου, ότι ο Γκόνης κάθε άλλο παρά ετερόφωτος είναι, όπως ίσως θεωρούν κάποιοι στην πόλη μας. Διαισθάνομαι ότι μάλλον δεν του κάνουμε καμμία χάρη, εδω στην Καβάλα. Δεν εξαρτάται από μας, ούτε επαγγελματικά, ούτε καλλιτεχνικά. Διατηρεί μία τίμια σχέση μαζί μας και με το έργο που ανέλαβε και παρέδωσε τρία χρόνια τώρα. Και θα συνεχίσει και με το επόμενο Φεστιβάλ Φιλίππων , που ήδη έχει φτιάξει στο μυαλό του.
Με ωριμότητα και αυτοπεποίθηση, χωρίς να τον αποτρέπουν τα εμπόδια. Που ναι, υπήρξαν και υπάρχουν, μη γελιόμαστε. Μαζί με την αμφισβήτιση, την καχυποψία, την άδικη επίκριση.
Είδα προσωπικότητες της τέχνης του, της κάθε τέχνης του, του θεάτρου, της μουσικής, της ποίησης, να τον αντιμετωπίζουν σαν έναν από αυτούς.
Ο Θοδωρής το έχει κατακτήσει αυτό που μπορούσε. Και δεν του το παίρνει κανείς. Δεν εξαρτάται από κανέναν. Το έχει.
Χτες, μιλώντας μαζί του μου είπε πως στεναχωριέται γιατί η κατάσταση που ζούμε σαν χώρα, έχει κάνει τον λόγο, την δουλειά του πολύ πιο δύσκολη. Νοιώθει ότι πληθαίνει η δυσπιστία απέναντι σε όποιον και αν προσπαθεί να πεί κάτι. Με κείμενα ή με στίχους.
Του απαντάω μέσα από αυτές τις λίγες γραμμές ότι κακώς ανησυχεί. Και έχω 200 τραγούδια και ένα φρέσκο βιβλίο για να του το αποδείξω. Αρκεί να συνεχίσει να βλέπει, να αφουγκράζεται και να παρατηρεί. Αυτό αρκεί.