Ο κιτρινισμός και η ενημέρωση ως επάγγελμα …
Παρατηρώ ως πολίτης εδώ και καιρό διάφορα δείγματα δημοσιογραφίας που καταντάει “δημοσιογραφία”. Τόσο κίτρινη, τόσο άρρωστη που μόνο λύπη ή θυμό προκαλεί. Που δεν έχει καμμία σχέση με την ενημέρωση: αυτή και η “δημοσιογραφία” έχουν πάρει διαζύγιο, καιρό τώρα. Και μάλιστα δύσκολο, όχι συναινετικό.
Το φαινόμενο είναι διεθνές και φυσικά η πατρίδα μας δεν αποτελεί εξαίρεση. Αναρωτιέμαι ειλικρινά πως φτάσαμε ως εδώ. Πως το ανεχτήκαμε ως κοινωνία.
Πως επιτρέψαμε σε ένα θεσμό που εξ ορισμού έπρεπε να είναι με το συμφέρον των πολλών, με το καλό της κοινωνίας, με τον αδύναμο, με αυτόν που δεν έχει φωνή, να κατρακυλήσει στο να γίνει επάγγελμα με την πιο στενή, την πιό χυδαία έννοια του όρου. Να γίνει συναλλαγή και συμφέρον.
Σκοτάδι αντί για φως. Πυλώνας του συστήματος που τάχθηκε να ελέγχει. Και από τις βασικότερες αιτίες στρέβλωσής του.
Πόσο τυχαίο είναι ότι στην συνείδησή μας, η έννοια “δημοσιογράφος” έφτασε να είναι δίπλα στην έννοια “επαγγελματίας πολιτικός”. Άλλωστε ποιός είναι ο άλλος πόλος της ευρείας κοινωνικής σήψης που oνομάζεται “πολιτικό χρήμα”; Ποιός είναι ο μόνιμος συνδαιτημόνας στα τραπέζια της διαπλοκής, σε όλο το κόσμο;
Όπως πάντα οι γενικεύσεις αδικούν κατάφορα τους πολλούς (άξιους δημοσιογράφους συχνά με μισθούς πείνας στην προκειμένη περίπτωση) που προσπαθούν ειλικρινά. Και είναι τόσο άδικο όσο και όταν λέμε: “όλοι οι πολιτικοί είναι κλέφτες, λαμόγια, τεμπέληδες, ανήθικοι”.
Εύκολα, απλουστευτικά συμπεράσματα που απέχουν πολύ από την πραγματικότητα.
Όμως, οι λίγοι και δυνατοί δίνουν το τόνο και το δικαίωμα σε μας που επέλεξαν να ενημερώνουν, να προστατεύουν κατά κάποιο τρόπο, να τους κοιτάμε με μισό μάτι.
Σε πολλές περιπτώσεις αυτό που συμβαίνει παντού κάθε μέρα σε τηλεοράσεις, ραδιόφωνα και έντυπα, στα δικά μου μάτια μοιάζει κάπως έτσι:
"…Έχω εφημερίδα (στήλη, μικρόφωνο, κάμερα), άρα μετέχω της εξουσίας. Και των κονδυλίων που αυτή μοιραία συνεπάγεται. Ανεβάζω και κατεβάζω κυβερνήσεις (ή διοικήσεις). Είμαι παντοδύναμος γιατί δεν έχω αντίλογο, τα λέω μόνος μου και τα παρουσιάζω όπως γουστάρω. Ή όπως με βολεύει. Ή όπως μου πει η διεύθυνση. Ή το λογιστήριο.
Εντάξει, πολλές φορές (εσκεμμένα ή από πλημμελή έρευνα ή από άγνοια) δεν λέω όλη την αλήθεια. Ή λέω το κομμάτι που δείχνει αυτό που έχω διαλέξει να πω. Άλλωστε ποιος θα μου αντιμιλήσει; Ποιός θα μπλέξει μαζί μου;
Όταν με βολεύει (πολιτικά, οικονομικά, ή …γιατί έτσι) γλύφω όποιον θεωρώ ότι προσωπικά με βολεύει. Και όταν αλλάξω άποψη, δεν μου κάνει την χάρη ή τα κέφια, τον κλωτσάω, τον φτύνω, τον λοιδωρώ.
Και αν τα αυτά τα “προσωπικά δεδομένα” μου, αλλάξουν το ίδιο απόγευμα, κάνω μια κολοτούμπα 180 μοιρών και ξεκινάω πάλι να γλύφω. Και πάλι από την αρχή. Και πάλι ωραίος θάμαι.
Πότε ροδαλό, χαμογελαστό εξαπτέρυγο, πότε Αρχάγγελος με την ρομφαία σηκωμένη. Πότε αγιογράφος, πότε άτεγκτος τιμητής. Ή όπως έλεγε και ο συγχωρεμένος ο Μανώλης: “Πότε Βούδας, πότε Κούδας, πότε Ιησούς κι’ Ιούδας”. Πάντα για το ίδιο θέμα, φυσικά. Επί δικαίων και αδίκων. Επί πολιτικών και πολιτών.
Ειδικά όταν αφορά τους τελευταίους, τους απλούς πολίτες; E, εκεί είναι που νοιώθω μάγκας. Παντοδύναμος!
Και δεν με ενδιαφέρει ιδιαίτερα αν αυτός που επιλέγω να …στηλιτεύσω με πάθος, έχει οικογένεια, πατέρα, παιδιά, φίλους, υπόληψη, επαγγελματική τιμή. Ή απλώς αισθήματα. Όλα αυτά είναι ασήμαντα μπροστά στο τι εγώ πιστεύω. Και κυρίως στο τι με συμφέρει. Ή στο τί πουλάει.
Εγώ θα τον εξευτελήσω, θα τον βρίσω, θα τον προσβάλλω με ελλιπή ή ελάχιστα στοιχεία, θα τον φιμώσω, θα τον διασύρω, θα φωνάξω την αισχρά υποκειμενική μου γνώμη (για να το θέσω πολύ κομψά) μέσα στα μούτρα του.
Και αν τον αδίκησα κατάφορα, και αν όσα του καταμαρτυρώ δεν έχουν καμμία σχέση με την πραγματικότητα και τι έγινε; Ας γινόταν και αυτός “δημοσιογράφος” να μου απαντήσει. Ή ας μου κάνει μήνυση. Και τέλος πάντων, ας βρεί τρόπο να δείξει σε όλους ότι δεν είναι το τέρας με τα 2 κεφάλια που εγώ περιγράφω…"
Αυτό που με ανησυχεί περισσότερο είναι που σχεδόν κανείς μας δεν μιλάει για τέτοια φαινόμενα. Τουλάχιστον όχι δημόσια. Σαν να μην μας ενοχλεί. Σαν να μην μας αφορά. Στην καλύτερη περίπτωση επιλέγουμε να το αγνοούμε σαν φαινόμενο. Μέχρι βέβαια να αγγίξει εμ;aς ή κάποιον κοντινό μας.
Αποδεχόμαστε έτσι την έκπτωση ενός ακόμη σημαντικού τομέα του δημόσιου βίου που όμως επηρεάζει έμμεσα ή άμεσα και τον ιδιωτικό μας. Δεν ξέρω τι θα μπορούσαμε να κάνουμε, αλλά αισθάνομαι ότι κοιτώντας από την άλλη δεν αλλάζει κάτι.
Βέβαια, η διεθνής κατρακύλα των κυκλοφοριών που ξεκίνησε πολύ πριν την κρίση, η δηλωμένη πολύ χαμηλή εκτίμιση μας προς τα “παραδοσιακά” μέσα ενημέρωσης (τηλεόραση, ραδιόφωνο, εφημερίδες κλπ) και η αντίστοιχη έξαρση του διαδίκτυου στον ρόλο αυτό, είναι έκφράσεις αυτής της άποψής μας και μια σαφής καταδίκη τους. Μια τιμωρία.
Εκείνο που δεν ξέρω είναι αυτή η στάση μας και η αντίστοιχη μείωση των εσόδων των επιχειρήσεων ΜΜΕ, κάνει τους “ιδιοκτήτες” και τους “δημοσιογράφους” να συνετιστούν, όπως θάπρεπε. Ή αν τους κάνει ακόμη πιο αυθάδεις, πιο υποκριτές, πιο υστερόβουλους, όπως φοβάμαι.
Αλήθεια, πως συντηρούνται τόσα κανάλια, τόσοι τίτλοι εντύπων, τόσα ραδιόφωνα σε μία τόσο μικρή αγορά όπως η Ελλάδα; Ή, τηρουμένων των αναλογιών, σε ακόμη μικρότερους τόπους;
Με ενοχλεί που η φράση του Κικέρωνα “Ω καιροί, ώ ήθη!” παραμένει τόσο σημερινή, τόσους αιώνες μετά. Είναι άλλωστε τυχαίο που ειπώθηκε για τον πιο γνωστό Ρωμαίο συνωμότη, που μάχονταν την δημοκρατία;