Σάββατο 5 Ιουλίου 2014

«Σήκω», είπε η πανοπλία!


του Δημοσθένη Μπρούσαλη


Ιππότες με γυαλιστερή πανοπλία. Και λευκό άτι. Τι απάτη!
Δεν τα βρίσκουμε. Από παιδί. Με φτιάχνουν άγρια.

Η δική μου πανοπλία, γκρί. Δεν γυαλίζει. Καιρό τώρα. Γεμάτη σημάδια. Από μάχες. Από μονομαχίες. Από λάθη. Από δράκους. Κυρίως, δράκους.
Κοίτα προσεκτικά. Εδώ, την πέρασε το βέλος. Και το σπαθί. Το ατσάλι το άπονο. Και το νύχι. Το δόντι το μυτερό.

Από κάτω, στο κορμί, τα σημάδια. Στα ίδια σημεία. Παράσημα απαιτητικά. Ολοζώντανα. Που μάτωσαν. Ακόμη τραβάνε άμα το πάει για βροχή.
Η υγρασία. Μεγάλος εχθρός. Κοίτα, έχει και λίγη σκουριά. Να, εκεί. Μέταλλο είναι. Σκουριάζει.

Δεν μεγάλωσα με πανοπλία. Αλλιώς με μεγάλωσαν. Με παραμύθια. Προστατευμένο. «Και έζησαν αυτοί καλά». Έτοιμος, μα για κόσμο χωρίς δράκους. Τους κρύβαμε προσεκτικά στο σπίτι. Δεν υπήρχαν.
Υπάρχουν όμως. Ευτυχώς, το κατάλαβα νωρίς. Από τα εικοσιένα μου τους παλεύω. Και έφτασα πενήντα δυό. Βετεράνος. Επιζών.

Στον πρώτο, αιφνιδιάστηκα. Δεν ήξερα. Επέζησα. Εύκολα όχι, μα επέζησα. Να, δες. Το βλέπεις το σημάδι στο στήθος; Εδώ, το μεγάλο. Το βαθύ.  Eκεί με βρήκε.

Άρχισα λοιπόν να φτιάχνω τη πανοπλία που βλέπεις. Αυτή, τη γκρί. Που δεν γυαλίζει. Σχεδόν δεν την βλέπεις. Το ρουφάει το φως. Έτσι πρέπει. Έτσι μου πρέπει.
Από τότε τη φοράω. Όταν χρειάζεται. Κάποιες φορές και όταν δεν χρειάζεται. Αλλά, βλέπεις, πιο γρήγορα τα αντανακλαστικά από το μυαλό. Από το συναίσθημα. Μερικές φορές το καταλαβαίνω το λάθος. Άλλες όχι. Άλλωστε τι να πεις άμα πληγώσεις άδικα;

Την έφτιαξα μόνος. Καλοί οι τεχνήτες. Άξιοι. Άρτιοι. Μα πώς να ξέρουν που πονάς; Τι θέλεις να καλύψεις;
Κάποια πράγματα δεν τα μολογάς. Σε κανέναν. Ούτε του παπά. Ούτε του σιδερά. Ούτε σε σένα τον ίδιο.

Κοίτα εδώ, στα γόνατα. Βλέπεις τα σημάδια στο μέταλλο; Aπό τα πεσίματα. Αμέτρητα. Άγαρμπα. Κάθε πέσιμο και σήκωμα. Πώς αλλιώς; Μην περιμένεις να σου πεί κάποιος «σήκω». Κανείς δεν θάρθει. Ποιόν περιμένεις. Εσύ είσαι εδώ. Εσύ και η πανοπλία

Στο δεξί, στο μπράτσο το ατσάλινο, χαρακιές από λεπίδα. Σημάδια από ήττες. Κάθε χαρακιά και ήττα. Λίγες. Αλλά βαθειές. Κάθε φορά κάνω μία. Για να θυμάμαι. Λες και ξεχνάς ποτέ!
Όποιος ξεχνάει, χάνεται. Όποιος δεν κινείται πάει πίσω. Γι’αυτό σημαδεύω τις ήττες. Μόνο. Τις νίκες, γιατί; Δεν ψάχνω μπράβο. Ούτε ζήτω. Και άμα τ’ακούω, ζορίζομαι. Φεύγω. Αρκεί που μπορώ να πάω παρακάτω. Ολόκληρος. Μου αρκεί.

Το προσωπείο, ανεβασμένο. Πάντα. Η ματιά ελεύθερη. Σαν τη καρδιά. Ίσια το βλέμμα. Κοφτερό. Σαν το ατσάλι το άπονο. Στο στόχο. Στα άλλα μάτια. Θέλω να ξέρει. Να δεί ότι δεν φοβάμαι. Ότι διεκδικώ. Πώς, άμα φοράς προσωπείο;

Πάει καιρός που δεν φοβάμαι τους δράκους. Τους ξέρω. Τους έχω. Και εκείνο τον πρώτο, τον έψαξα. Δεν θα πληγώσει άλλο νεαρό κορμί. Ποτέ ξανά.
Δίπλα μου, μια φούχτα ακόμη. Βετεράνοι και αυτοί. Με ουλές. Φίλοι από τους πολέμους. Που μιλάνε με τα μάτια. Με γκρί πανοπλίες, όλοι. Που δεν γυαλίζουν στον ήλιο. Γεμάτες σημάδια. Ο σεβασμός της μάχης. Της επιβίωσης. Καθένας τους, κάνει για 100.

Ναι, μπορώ να πάρω άλλη πανοπλία. Εδώ και χρόνια. Τι ρωτάς;
Μπορώ. Την καλύτερη. Τη πιο γυαλιστερή. Σαν καθρέφτη. Σαν αυτές των ιπποτών με το άσπρο άτι. Για παρέλαση. Για θέαμα. Για τα κοριτσάκια. Που ονειρεύονται το λεβέντη που θα τις πάρει από το χέρι. Που θα τους πεί «πάμε μαζί». Τον ψηλό με το αγέρωχο βλέμμα. «Και έζησαν αυτοί καλά».

Δεν είμαι τέτοιος. Μην έρθεις σε μένα γι’αυτά. Η δική μου ιστορία έχει δράκους. Σου το είπα. Δράκους, και χαρακιές από ήττες. Από νίκες, γιατί;
Δεν είμαι για παρέλαση. Είμαι για τα δύσκολα. Τα ζόρικα. Τα όμορφα. Τα γρήγορα. Του ένστικτου, όχι του μυαλού. Του αντανακλαστικού. Που, καμμιά φορά, πληγώνει και όσους δεν πρέπει.

Εγώ είμαι για δράκους. Για όταν θέλεις κάποιον που δεν φοβάται. Που η πανοπλία του αντέχει. Που έχει πάντα το προσωπείο ανεβασμένο. Και τη ματιά καθαρή.
Κάποιον που ξέρει από ήττες. Και νίκες. Ξέρεις. Καταλαβαίνεις τι λέω.
 Μπορώ να σου δείξω πώς, άμα θέλεις. Άν αντέχεις. Αν θέλεις να μάθεις να σηκώνεσαι όταν πέφτεις. Ξέρω ότι τόχεις. Και ας μην το ξέρεις. Δεν τόχουν όλοι. Σπάνιο. Πιά, το ξεχωρίζω. Αμφιβάλλεις, το βλέπω στο βλέμμα. Θα σου δείξω εγ’ω πώς να κοιτάς. Καθαρά. Ίσια. Στο στόχο.

Έλα, μη φοβηθείς. Έλα, μόλις βγεί ο δράκος. Μόλις ξεθωριάσει το παραμύθι με τον ιππότη και το άσπρο άτι. Εδώ θάμαι. Αν το ζητήσεις.
Ναι, και γω μπορεί να πέσω. Δεν θάναι η πρώτη φορά. Ούτε η τελευταία.

Εδώ είμαι. Εγώ και η πανοπλία. Μονάχος. Κάτω. Στα γόνατα. Ξανά.  
Κανένα δεν περιμένω. Κανείς δεν θάρθει. Οι δράκοι δεν περιμένουν. Δεν φεύγουν με παραμύθια.

«Σήκω», είπε η πανοπλία. «Σήκω, αργήσαμε».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου